- τριπτήρας
- ο / τριπτήρ, -ῆρος, ΝΜΑσκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικώννεοελλ.1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα3. τρίφτης τυριούαρχ.1. γουδοχέρι2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι στο ελαιοτριβείο ή το κρασί στο πατητήρι3. ποτίστρα αλόγων με πολλές λεκάνες4. ακόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. στρεπ-τήρ(ας)].
Dictionary of Greek. 2013.