τριπτήρας

τριπτήρας
ο / τριπτήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
σκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικών
νεοελλ.
1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου
2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα
3. τρίφτης τυριού
αρχ.
1. γουδοχέρι
2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι στο ελαιοτριβείο ή το κρασί στο πατητήρι
3. ποτίστρα αλόγων με πολλές λεκάνες
4. ακόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. στρεπ-τήρ(ας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριπτῆρας — τριπτήρ pestle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σύρου Πανκυκλαδικό — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου στεγάζεται σε αίθουσες του Δημοτικού Μεγάρου της Ερμούπολης, ενός νεοκλασικού κτιρίου που σχεδιάστηκε από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1834 5 και είναι ένα από τα παλαιότερα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”